“Γιατί δεν μου είπες ποτέ ότι η Ελλάδα είναι όμορφη;” γράφει λίγες μέρες αργότερα στην ηλικιωμένη φίλη της Έθελ Σμιθ. “Γιατί δεν ανέφερες ποτέ τη θάλασσα και τους λόφους, τις κοιλάδες και τα λουλούδια; Μόνο εγώ έχω μάτια και βλέπω; Έθελ, σου το αναγγέλλω επισήμως: η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Ο Μάης είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Ελλάδα και Μάης μαζί!”. Ακολουθούν αποσπάσματα από την περιήγηση της στην Ελλάδα του ήλιου που φώτησε, έστω και παροδικά, το βικτωριανό σκότος της ζωής της.
“19 Απριλίου 1932. Να ‘μαστε λοιπόν παραπλέοντες τας ελληνικάς νήσους. Η θάλασσα είναι λάδι, τόση ζέστη που μπορείς να κάτσεις γυμνός στο κατάστρωμα – πότε πότε ένα πουλί κάθεται στο κατάρτι – ο Ρότζερ τρέχει να μας πει “να η Κόρκυρα”, αλλά δεν είναι – ένας Έλληνας κύριος τον διορθώνει…” Όταν η Βιρτζίνια Γουλφ γράφει αυτό το γράμμα στην αδελφή της, Βανέσα Μπελ, βρίσκεται πάνω στο πλοίο Τέβερε και συνταξιδεύει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο που επιστρέφει από την Ελβετία έχοντας δώσει τη μάχη του στην Κοινωνία των Εθνών για να επιτύχει άρση του εξωτερικού χρέους και δανειοδότηση 50 εκ. δολλαρίων. Αυτό είναι το δεύτερο ταξίδι της στην Ελλάδα και έχει συντροφιά της τον σύζυγό της Λέναρντ Γουλφ, και τα αδέλφια Ρότζερ και Μάρτζερυ Φράι.
Τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα — ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του’ αυτό’ κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής καί μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ’ ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες — πώς να το πω; όλοι μαζί, σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη.
Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες (πρόκειται για ελληνόπουλα που τα ‘φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ίσως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά.
Τώρα που είμαι πενήντα (το ‘γραψα με θάρρος στο βιβλίο του ξενοδοχείου — το καλό μας Γιάκ το απέφυγε, άλλη μια απόδειξη του συμπλέγματος κατωτερότητας), έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τέλειωσε, μ’ αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδισμα μπροστά στο θάνατο. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά.
Η Αθήνα μ’ αρέσει γύρω στίς 7, όταν οι δρόμοι γεμίζουν από ένα βιαστικό και πολύβουο πλήθος, μαυροφόρες γυναίκες με λευκά πρόσωπα και γυναίκες με σάλια, και κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι άντρες, που βγαίνουν το βράδυ με τις νυχτερίδες και τα δειλινά στις πολιτείες του Νότου, αρί λάλαγες*. Η Μάρτζερυ, ακούγοντάς τους να μιλάνε απόψε στου Αβέρωφ, είπε ότι ο τόνος είναι όπως στ’ αγγλικά.
Η άλλη παρατήρηση έγινε στη βυζαντινή εκκλησία του Δαφνιού: “Σπουδαίο — ξεπερνάει κάθε φαντασία” είπε ο Ρότζερ, και απόθεσε καπέλο, μπαστούνι, σχέδια, δυο-τρείς οδηγούς και λεξικά πάνω σε μια κολόνα.
Ύστερα κοιτάξαμε όλοι μαζί ψηλά τον Χριστό τιμωρό, μεγαλύτερο κι από εφιάλτη, σε μπλε και λευκό ψηφιδωτό. Αυτή η εκκλησία μάς άρεσε πολύ. Είναι ψηλή και τραχιά και αψιδωτή, και τα ψηφιδωτά είναι πολύ φθαρμένα. Και κοιτάζεις έξω απ’ την πόρτα εκείνα τα πράσινα φουντωτά δέντρα, που το καθένα μοιάζει να ‘χει μια τούφα από ήλιο και σύννεφο που κυματίζει — έτσι λαμπερά, έτσι σκοτεινά είναι τα πράσινα κύματα στο δάσος που περπατήσαμε.
Μια ελληνική οικογένεια φροντίζει την εκκλησία — μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) με πανωφόρια και δαχτυλίδια χρυσά και διαβάζουνε την εφημερίδα τους στις 3.30 το απόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία.
Τέλος η πιο νέα, μια γυναίκα με σάλι, παντόφλες και φόρεμα βαμβακερό, απομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σ’ έναν γκρεμισμένο τοίχο κι αρχίζει να κόβει κίτρινα λουλούδια — τι άλλο να κάνει. Από κεί κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στη θάλασσα — και πόσο όμορφα είναι τ’ ανέγγιχτα χείλη της θάλασσας όταν αγγίζουνε μιαν άγρια παραλία’ πίσω μας λόφοι καί πράσινες πεδιάδες, στο βάθος η Ελευσίνα, πράσινα και κόκκινα βράχια, ένα ατμόπλοιο ξεκινά.
Έκανε κρύο τσουχτερό. Αυτό πάντα το ξεχνάει κανείς. Ο αέρας σφύριζε μέσ’ απ’ τα ακάλυπτα πλευρά του κόνβερτιμπλ του Γκιόλμαν. Ο Λέναρντ φτερνιζότανε. Εγώ είχα ρίγη. Το δάπεδο του αυτοκινήτου γεμάτο με κουτιά ζωγραφικής. Γευματίσαμε σ’ ένα τραπέζι στον ήλιο στο Σούνιο — οι κολόνες άσπρες σαν κιμωλία, ψηλές σαν φάροι. Μινιατούρες λουλουδιών έφτιαχναν ένα λαμπερό ταπέτο — η Μάρτζερυ ξερίζωνε κρινάκια.
Μετά την πρώτη βδομάδα μιλάς μόνο στο βραδινό φαγητό. Και μετά γυρίσαμε πίσω, εννοείται περνώντας φουντωτά δέντρα, κόκκινα τετραγωνισμένα χωράφια, αφήνοντας πίσω μας τσιγγάνικα τσαντίρια, σαν ινδιάνικα καλύβια από κλαριά φτέρης’ μια κοπέλα σεργιανούσε γνέθοντας μαλλί’ και γυναίκες ήταν καθισμένες στο κατώφλι — σκέφτηκα το ΠικαντίλΙ τέτοια ώρα.
Τι παράξενη αυτή η επίπεδη γη, καρτερική και υπάκουη, με βιβλικά δέντρα εδώ κι εκεί, πρόβατα με μακρύ μαλλί που βόσκανε, κι ούτε ένα σπίτι στον ορίζοντα. Η Αγγλία την εποχή του Τσώσερ. Στο Σούνιο η θάλασσα σπάει πάνω σε πράσινη και κόκκινη πέτρα, και σκουρογάλαζα καράβια αρμενίζουνε — όλα όπως τον καιρό του Τσώσερ ή του Ομήρου, ούτε προβλήτα ή προκυμαία, ούτε μάτι ανθρώπου.
Ω η βροχή, η βροχή! Αυτό την άλλη μέρα στην Αίγινα. Αυτό το όμορφο μαλακό νησί, με το ηλιοψημένο μονοπάτι, τη θάλασσα και την ακρογιαλιά, τα μικρά ροζ και κίτρινα σπίτια, το θυμάρι, την απότομη λοφοπλαγιά, το Ναό, σκελετώδη, κυρίαρχο, τους κόλπους ξέχειλους από θάλασσα — όλα αυτά δεν ήταν παρά ψύχρα, ομίχλη, βροχή, Αμερικάνοι μαζεμένοι γύρω από έναν κοκαλιάρη καθηγητή’ και μεις ζαρωμένοι κάτω από ένα πεύκο που άφηνε τη βροχή να περνάει. Αλλά ακόμη κι έτσι, ο Ρότζερ έλεγε «Σπουδαίο, σπουδαίο», ένας ναός από ψαμμόλιθο καλύτερος απ’ το Σούνιο.
Καταπληκτικό το τι μπορεί να κάνει μια μεγαλοφυΐα σ’ έναν τόσο μικρό χώρο — ιδού οι τέλειες αναλογίες — και η βροχή μάς ανάγκασε να κατηφορίσουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν για το πλοίο μας. Είχανε πιάσει κόκκινα ψάρια και χταπόδια. Πώς; Λοιπόν, ρίχνουνε κρεμμύδια, ψωμί και τα λοιπά στο βυθό και τα ψάρια μαζεύονται, ύστερα μαζεύονται ρίχνουνε δυναμίτη και μπαμ! — γίνεται μια έκρηξη, τα ψάρια ανεβαίνουνε στην επιφάνεια ψόφια, και τα καμακώνουνε. Αυτό απαγορεύεται. Αλλά δεν σε βλέπει κανείς εδώ γύρω. Αυτά μάς τα είπε ο θερμαστής με το όμορφο ελληνικό χαμόγελο — το χαμόγελο που έχουν οι μουλαράδες και οι ταξιτζήδες.
Σήμερα —τι όμορφα ήταν σήμερα— στη μικρή στρογγυλή βυζαντινή εκκλησία στους πρόποδες του Υμηττού. Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; αναρωτήθηκα — όχι πως ο καιρός είχε ζεστάνει αρκετά, αλλά η βροχή κι ο αέρας είχανε σταματήσει’ κι η ζωή έμοιαζε τόσο ελεύθερη, γεμάτη απ’ όλα τα καλά — φύση άγρια, θυμάρι, κυπαρίσσια, η μικρή αυλή όπου ο Ρότζερ κι η Μάρτζερυ κάθονταν αφοσιωμένοι στη ζωγραφική τους’ ο μεγάλος, άσπρος σαν μάρμαρο, σκύλος, κοιμισμένος σε μια γωνιά’ κι όπως πάντα λεπτοκαμωμένες γυναίκες με παντόφλες να πηγαινοέρχονται αθόρυβα σε κάμαρες χτισμένες ψηλά σαν χελιδονοφωλιές, με κομμάτια παλιό σκαλισμένο μάρμαρο στις παραστάδες. Ένα ματσάκι άγριες ανεμώνες και ορχιδέες.